Cat-1

ΑΡΘΡΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΜΟΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

2016




Από το σχέδιο του Ρήγα Φερραίου έως τα Συντάγματα του 1821 και από τα Συντάγματα της μοναρχίας μέχρι τα συντακτικά κείμενα της "κυβέρνησης του Βουνού" στο σημερινό Σύνταγμα και τις αναθεωρήσεις του

Η Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας (1821-2001) είναι χρήσιμη, όχι μόνο στους νομικούς ή πολιτικούς επιστήμονες αλλά στον καθένα και καθεμιά που θέλει να κατανοήσει βαθύτερα τις αιτίες και τις σημερινές εξελίξεις της Ελλάδας της κρίσης.
Πρόκειται για βιβλίο στο οποίο ο αναγνώστης θα βρει μια σύντομη ιστορία της νεότερης Ελλάδας μέσα από τα Συντάγματά της. Στο βιβλίο καταγράφονται και αναλύονται οι ταραχώδεις εξελίξεις, οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα, οι αγώνες και αγωνίες του ελληνικού λαού, όπως καθρεφτίστηκαν στα  διάφορα συνταγματικά κείμενα, στην εφαρμογή ή στις παραβιάσεις τους.
Κοινωνία, οικονομία, πολιτική και Σύνταγμα προσεγγίζονται σε μια βαθιά σχέση αλληλεπίδρασης:
- από το επαναστατικό σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου και τα Συντάγματα της επανάστασης του 1821 μέχρι την επιβολή της μοναρχίας και της ξενοκρατίας
- από τη νομοθεσία της εθνικής αντίστασης μέχρι την ανώμαλη εμφυλιοπολεμική και μετεμφυλιοπολεμική περίοδο
- από την πτώση της χούντας μέχρι το Σύνταγμα του 1975 και τις σημαντικότερες μετέπειτα αναθεωρήσεις του.

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ

περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 20, 2016, σελ. 210-220

Οι αλλαγές στην Κίνα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποτέλεσαν ένα από τα βασικά στοιχεία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Οι καπιταλιστικές σχέσεις επεκτάθηκαν γεωγραφικά με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στα γραφειοκρατικά στρεβλωμένα σοσιαλιστικά καθεστώτα, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης κυριάρχησε1.
Οι μεταβολές αυτές στην Κίνα εκδηλώθηκαν σε δύο κύματα. Σε κάθε ένα από αυτά πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στο Σύνταγμα και ακολούθησαν σημαντικές μεταβολές στη νομοθεσία της χώρας είτε κυρίως με τη μορφή υιοθέτησης πολλών και σημαντικών νέων νομοθετημάτων είτε λιγότερο με την τροποποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας. Μεταβλήθηκε επίσης σε σημαντικό βαθμό η νομική πρακτική στη χώρα.
Η μεγάλη τομή στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία της Κίνας έγινε το 19932. Η πολιτική απόφαση ελήφθη στο 14ο συνέδριο του ΚΚ Κίνας το 1992. Περιορισμένα, ελεγχόμενα ανοίγματα στις καπιταλιστικές σχέσεις είχαν πραγματοποιηθεί από τα μέσα – τέλη της δεκαετίας του 1980. Στο 14ο συνέδριο όμως επικράτησε η πολιτική του ανοίγματος στην οικονομία της αγοράς. Ηττήθηκαν οι θέσεις του Chen Yun και όσων υποστήριζαν μια πολιτική περιορισμένου και ιστορικά προσωρινού ανοίγματος στον καπιταλισμό.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος που ακολούθησε το 1993 ήταν τόσο κομβική που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με υιοθέτηση άλλου Συντάγματος. Πράγματι, η ηγεσία της Κίνας θα ήταν δυνατό να επιλέξει αυτό το δρόμο υιοθετώντας νέο Σύνταγμα. Γιατί δεν το έπραξε; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι δεν επιθυμούσε να σηματοδοτήσει μια τομή, μια ποιοτική στροφή σε σχέση με το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η επιλογή των συχνών αναθεωρήσεων του Συντάγματος (ακολούθησαν άλλες δύο, το 1999 και το 2004) υποδηλώνουν μια αντίληψη που βασίζεται στη βαθμιαία προσέγγιση, βήμα προς βήμα3. Αυτή η πολιτική νοοτροπία χαρακτήριζε ιδιαίτερα τον Ντενγκ Χσιάο Πινγκ και την ηγετική περί αυτόν ομάδα. Κυριαρχούσε, και φαίνεται να κυριαρχεί ακόμη και σήμερα η λογική του πραγματισμού και της πρόκλησης “ελάχιστης αντίστασης” στις όποιες μεταβολές4.
Ωστόσο, οι αλλαγές δεν είναι μόνο ποσοτικές, όπως ίσως ήθελε η ηγεσία να τις εμφανίζει. Περιλαμβάνουν, όπως θα καταδειχθεί και μια ποιοτική τομή. Χαρακτηριστικό της “βήμα προς βήμα” προσέγγισης είναι και το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος ιδιωτικοποίηση, ο οποίος δεν χρησιμοποιείται από την επίσημη πολιτική και συνταγματική γλώσσα ακόμη και σήμερα5.
Η αιτία της τακτικής αυτής πρέπει να αναζητηθεί στο συσχετισμό των δυνάμεων στο εσωτερικό της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας, στο ίδιο το ΚΚ Κίνας αλλά και γενικότερα στην κοινωνία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η στροφή προς την οικονομία της αγοράς δεν έβρισκε σύμφωνη όλη την ηγετική ομάδα. Ακόμη περισσότερο, δεν έβρισκε σύμφωνη την βάση του ΚΚ Κίνας. Στην κοινωνία επίσης, η απόρριψη του σοσιαλισμού και ιδίως των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Ιδιαίτερα οι εργάτες προστατεύονταν από ένα δίχτυ παροχών που, για τα δεδομένα της Κίνας και της Ασίας γενικότερα, ήταν σημαντικό.
Οι περιπέτειες της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και η εξαθλίωση του πληθυσμού της τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης δημιούργησαν πολυεπίπεδο σκεπτικισμό. Ακόμη και η ηγετική ομάδα, που επιθυμούσε γενικά το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς, δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει την πολιτική της πρωτοκαθεδρία, τη διάλυση της χώρας και τη λεηλασία της από τις ξένες δυνάμεις. Το αποικιακό παρελθόν και οι νωπές μνήμες του έπαιξαν το ρόλο τους. Έτσι, επιλέχθηκε η σταδιακή ένταξη στην καπιταλιστική οικονομία.

Το πρώτο κύμα αλλαγών

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1993 έφερε το πρώτο κύμα αλλαγών. Πολύ σημαντική ήταν η αλλαγή που επήλθε στο άρθρο 15. Το άρθρο αυτό αναφερόταν στη σχεδιοποίηση και στη σημασία της για την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Όπως είναι γνωστό, το σχέδιο είναι ο βασικός τρόπος ανάπτυξης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας. Στο άρθρο αυτό πραγματοποιήθηκε η πιο εντυπωσιακή αλλαγή. Το περιεχόμενό του αντικαταστάθηκε πλήρως με άλλη διατύπωση. Βάσει αυτής καθιερώθηκε η “σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς”. Ο όρος είχε ήδη υιοθετηθεί στο 14ο συνέδριο του ΚΚ Κίνας ένα χρόνο νωρίτερα, το 1992. Συγκεκριμένα το άρθρο, όπως ισχύει πλέον, ορίζει ότι “Το Κράτος εφαρμόζει τη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς. Το Κράτος αναπτύσσει την οικονομική νομοθεσία και βελτιώνει τη μακρο-οικονομική ρύθμιση και τον οικονομικό έλεγχο”.
Σε εφαρμογή των νέων συνταγματικών κατευθύνσεων, το επόμενο διάστημα ψηφίστηκαν περισσότεροι από 150 νόμοι σε πανεθνικό ή τοπικό επίπεδο. Η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς προϋπέθετε, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, ένα νέο νομικό πλαίσιο. Μόνο μέσα στο 1993 η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση ψήφισε 20 νόμους που αφορούσαν την οικονομία καθώς και 13 άλλες νομικές αποφάσεις. Ανάμεσα στους νόμους αυτούς ήταν ο Νόμος για τις εταιρείες, ο Νόμος για την αθέμιτο ανταγωνισμό, ο Νόμος για την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του καταναλωτή6. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας είχε αναθεωρηθεί ήδη το 1991 ενώ ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναθεωρήθηκε το 19967.
Όπως διακρίνεται και από τους τίτλους των νόμων που ψηφίστηκαν το διάστημα αυτό, η αύξηση του ρόλου του δικαίου αφορούσε κυρίως τη διευθέτηση των διαφορών οικονομικού χαρακτήρα, που προέκυπταν ως συνέπεια του ανοίγματος στην οικονομία της αγοράς. Συνολικά το δίκαιο άρχισε να παίζει πιο σημαντικό ρόλο στην κοινωνικο-οικονομική ζωή. Είναι ενδεικτικό ότι πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των δικαστικών υποθέσεων και των δικαστηρίων. Αυξήθηκε αισθητά ο αριθμός και ο ρόλος των δικηγόρων.
Στην πράξη οι συνταγματικές και νομοθετικές αυτές αλλαγές είχαν πολύ ισχυρά αποτελέσματα. Σημειώθηκε ένα πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων. Πολλές κρατικές επιχειρήσεις έκλεισαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι κάποιες από τις ιδιωτικοποιήσεις που έκαναν τοπικές κυβερνήσεις ήταν παράνομες και νομιμοποιήθηκαν μόνο εκ των υστέρων8. Οι ιδιωτικοποιήσεις ξεκίνησαν από μικρές και μετά μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και από επιχειρήσεις που ανήκαν σε τοπικές κυβερνήσεις. Μετατράπηκαν, ως πρώτο βήμα, οι κρατικές επιχειρήσεις σε μετοχικές.

Το δεύτερο κύμα

Ένα δεύτερο κύμα νομοθετικών αλλαγών στο ίδιο πνεύμα σημειώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Κομβικό σημείο σε αυτές υπήρξε και πάλι η αναθεώρηση του Συντάγματος η οποία πραγματοποιήθηκε το 19999. Η αναθεώρηση ασχολήθηκε και πάλι μόνο με οικονομικού περιεχομένου άρθρα. Οι αλλαγές αυτές έγιναν με την ευκαιρία της προσχώρησης της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, υποχρεωτικές προκειμένου να προσχωρήσει σε αυτόν η Κίνα αποδεχόμενη μια σειρά αρχές του.
Αναθεωρήθηκαν λιγότερα άρθρα οικονομικού χαρακτήρα, μόνο δύο. Το ένα από αυτά είναι το κατευθυντήριο άρθρο 6, στο οποίο προστέθηκε μια τρίτη παράγραφος. Βάσει αυτής “στο παρόν στάδιο του σοσιαλισμού το κράτος διατηρεί το θεμελιώδες οικονομικό καθεστώς στο οποίο η δημόσια ιδιοκτησία κατέχει πρωτεύουσα θέση, ενώ διαφορετικές άλλες μορφές ιδιοκτησίας αναπτύσσονται παράλληλα”. Δίπλα δηλαδή στη δημόσια ιδιοκτησία, που εξακολουθεί να κατέχει πρωτεύοντα ρόλο, τίθενται οι άλλες μορφές ιδιοκτησίας.
Σημαντική αλλαγή επήλθε στο άρθρο 11, το περιεχόμενο του οποίου αντικαταστάθηκε. Το νέο ουσιαστικά άρθρο ορίζει ότι: «Η ατομική οικονομία, η ιδιωτική οικονομία και οι άλλες μη δημόσιες μορφές οικονομίας, όπως ορίζονται από το νόμο, συγκροτούν ένα σημαντικό τμήμα της σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς». Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ατομικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν θεωρούνται πλέον συμπληρωματική μορφή του κρατικού τομέα της οικονομίας, όπως οριζόταν παλαιότερα. Αυτό ήταν ένα καίριο, δεύτερο συνταγματικό βήμα στη λογική της εμπέδωσης και επέκτασης της «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς» που είχε καθιερωθεί με την αναθεώρηση του 1993.

Και ένα τρίτο, θεσμικό κύμα; Η αναθεώρηση του 2004

Το 2004 έγινε μια ακόμη αναθεώρηση του Συντάγματος10. Δεν είχε το εύρος των προηγούμενων. Ήταν μάλλον συμπληρωματική προς αυτές και είχε περισσότερο θεσμικό χαρακτήρα. Το πλέον αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα άρθρο που εθίγη ήταν το 11. Με την αναθεώρηση αυτή ενισχύθηκε ακόμη παραπέρα η λογική της οικονομίας της αγοράς με την προσθήκη εδαφίου στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 11. Αυτό καθορίζει τώρα πια ότι «Το Κράτος ενθαρρύνει, υποστηρίζει και προσανατολίζει την ανάπτυξη της μη δημόσιας οικονομίας και διασφαλίζει τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτού του τομέα σύμφωνα με το νόμο». Δηλαδή ξεκαθαρίζεται πλέον ότι η μη δημόσια ιδιοκτησία ενθαρρύνεται από το κράτος. Παράλληλα, όμως διατηρείται ο έλεγχος αφού το κράτος προσανατολίζει τη μη δημόσια ιδιοκτησία.
Η αναθεώρηση του 2004 αφορούσε θεσμικά κυρίως ζητήματα τα οποία έχουν σχέση με την ομαλότερη λειτουργία της “σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς”. Έτσι, εναρμονιζόμενο το άρθρο 13 ορίζει πλέον ότι «η νόμιμη ιδιωτική ιδιοκτησία των πολιτών είναι απαραβίαστη». Ακολούθησαν νομοθετικές παρεμβάσεις όπως ο νόμος περί ιδιοκτησίας του 2007. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν αντιδράσεις τουλάχιστον στους επιστημονικούς κύκλους γαι το νόμο αυτό. Θεωρήθηκε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός καθώς η κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας αντιβαίνει στο διακηρυσσόμενο σοσιαλιστικό χαρακτήρα του Συντάγματος11.

Οικονομία της αγοράς και δίκαιο

Είναι λοιπόν προφανές ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σημειώθηκε μια στροφή στην οικονομική πολιτική της Κίνας αλλά και στο δίκαιό της. Για την ακρίβεια, οι μεταβολές στα δύο αυτά επίπεδα συνδέονται μεταξύ τους. Η στροφή προς την οικονομία τη αγοράς απαιτούσε μια στοιχειώδη αντίστοιχη νομική βάση. Αυτό ήταν απαραίτητο καταρχήν εξαιτίας του ιδεολογικού – νομιμοποιητικού ρόλου του δικαίου. Αυτό ήταν το ένα: δηλαδή οι συνταγματικές και δικαιικές αλλαγές βοήθησαν να φανεί στη συνείδηση των εργαζομένων η στροφή αυτή ως νόμιμη.
Από την άλλη, η ίδια η οικονομία της αγοράς, η καπιταλιστική οικονομία έχει ανάγκη τη νομική ρύθμιση. Αυτό έχει αποδειχθεί ήδη κατά την εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του σημαντικού ρόλου που παίζει το δίκαιο στο εποικοδόμημα του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Από αυτό δεν πρέπει να συνάγεται το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής σημαίνουν την επικράτηση της νομιμότητας και ότι δεν συνυπάρχουν η εφαρμογή και η παραβίαση του νόμου, το ένα δίπλα στο άλλο. Άρα η Κίνα χρειαζόταν την ανάπτυξη νομικών ρυθμίσεων συμβατών με τις νέες, καπιταλιστικές σχέσεις.
Επιπλέον, η Κίνα βρισκόταν σε μια ιδιαίτερη θέση12. Το δίκαιο χρειάστηκε όχι μόνο να αναπτυχθεί σε άλλη κατεύθυνση από εκείνη που βρισκόταν το μέχρι τότε σοσιαλιστικό της δίκαιο. Χρειάστηκε επίσης αυτό καθεαυτό να αναπτυχθεί. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η γραφειοκρατική παρέκκλιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κίνα είχε οδηγήσει τις προηγούμενες δεκαετίες σε μια υποτίμηση της σημασίας του δικαίου στη σοσιαλιστική κοινωνία. Η υποτίμηση αυτή του δικαίου εξέφραζε την υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών οι οποίοι είναι αρμόδιοι να επεξεργάζονται, να ψηφίζουν αλλά και να εφαρμόζουν τους νόμους. Το δίκαιο, δηλαδή οι κανόνες κοινωνικής ρύθμισης που συζητιούνται και ψηφίζονται από ένα δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο, αντικειμενικά θέτει περιορισμούς στην αυθαιρεσία των κυβερνώντων. Αντί αυτού δόθηκε προτεραιότητα στην άμεση εφαρμογή και ισχύ των πολιτικών αποφάσεων του κυβερνώντος ΚΚ Κίνας. Αυτό πρακτικά σήμαινε συγκέντρωση της εξουσίας στην κομματική – κυβερνητική ηγεσία.
Η τάση υποτίμησης του δικαίου, άρα και της δημοκρατίας, εκφράστηκε πολύ καθαρά ήδη κατά τη λεγόμενη “αντιδεξιά καμπάνια” του 1957. Τότε, το δίκαιο ταυτίστηκε συλλήβδην με την αντεπανάσταση13. Θεωρήθηκε εργαλείο εκείνων που ήθελαν να ανατρέψουν την επανάσταση. Άρχισε να αντιστρέφεται η πορεία που είχε εγκαινιαστεί με την εκλογή της πρώτης Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης, την ψήφιση των πρώτων νόμων της Λαϊκής Δημοκρατίας και την ψήφιση του Συντάγματος του 1954. Λίγο αργότερα, το Σύνταγμα του 1954 περιέπεσε σε αχρησία και παραβιάστηκε, για να καταργηθεί στην περίοδο της πολιτιστικής επανάστασης, όπως και γενικότερα το δίκαιο.
Μετά την πολιτική στροφή του 1978 και καθ' όλη τη δεκαετία του 1980 υπήρξε σχετική ανάκαμψη του ρόλου του δικαίου. Επρόκειτο κατά βάση για δίκαιο που εξέφραζε και ρύθμιζε τις σοσιαλιστικές σχέσεις. Άρα δεν ήταν κατάλληλο για τη νέα πραγματικότητα της δεκαετίας του 1990. Έτσι λοιπόν, μετά τη στροφή του 1992, η ηγεσία της Κίνας ήταν αναγκασμένη να αναπτύξει το ρόλο του δικαίου αλλά και να το προσανατολίσει σε άλλη κατεύθυνση που να υπηρετεί τη θεμελιώδη στροφή στην οικονομία. Έχουμε επομένως “πιο πολύ” δίκαιο αλλά και “διαφορετικό” δίκαιο.
Με την παραπάνω λογική πρέπει να εξηγηθεί η υιοθέτηση και ενσωμάτωση στο Σύνταγμα της αρχής του κράτους δικαίου. Ανεξάρτητα από τις ασυνέπειες στην πράξη, η συμπερίληψη της αρχής στο άρθρο 5 του Συντάγματος κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1999 δηλώνει τη βούληση του κράτους να ασκεί πολιτική βασισμένη στο δίκαιο. Μόνο που πλέον δεν πρόκειται για πολιτική διατήρησης και ανάπτυξης των σοσιαλιστικών σχέσεων αλλά για άνοιγμα στην καπιταλιστική οικονομία και επομένως για αντίστοιχο δίκαιο. Δεν πρόκειται δηλαδή στην πραγματικότητα για σοσιαλιστικό κράτος δικαίου, το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει στον αποτελεσματικότερο έλεγχο των κυβερνώντων από το λαό και άρα θα συνέβαλε στην ουσιαστικοποίηση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

Δίκαιο και δημοκρατία

Πολλοί δυτικοί αναλυτές επικροτούν την οικονομική και δικαιική στροφή της Κίνας. Επισημαίνουν όμως ότι αυτή είναι λειψή καθώς δεν επιφέρει ουσιαστική αλλαγή και πρόοδο στο θέμα της δημοκρατίας14. Για την ακρίβεια, θεωρούν ότι η Κίνα πρέπει να υιοθετήσει το αστικοδημοκρατικό πρότυπο. Επισημαίνουν επίσης ότι η καπιταλιστική οικονομία πρέπει να συμβαδίζει με την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανακριβές από αυτό. Η καπιταλιστική οικονομία και η κυριαρχία του δικαίου στο εποικοδόμημα δεν σημαίνει την αυτόματη κυριαρχία της αστικής δημοκρατίας. Απόδειξη γι' αυτό παρέχει η περίοδος της εδραίωσης των αστικών κρατών καθ' όλο το 19ο αιώνα αλλά και οι σύγχρονες εμπειρίες. Ο περιορισμός έως και η κατάργηση της αστικής δημοκρατίας είναι μάλιστα αναγκαίες στην περίοδο του ιμπεριαλισμού και της κρίσης. Τα περισσότερα αστικά κράτη στον κόσμο δεν έχουν δημοκρατικά πολιτεύματα.
Η σχετική κριτική στην ηγεσία της Κίνας είναι συνήθως προϊόν γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων. Η φιλολογία περί έλλειψης (αστικής) δημοκρατίας είναι ένα όπλο στον γεωστρατηγικό ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Συνταγματικές και νομικο-πολιτικές αλλαγές στον τομέα της δημοκρατίας σημειώθηκαν στην Κίνα μετά το 1992 αλλά μικρές. Με βάση τις διακηρύξεις περί οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, θα περίμενε κανείς ότι αυτές θα κινούνταν στην κατεύθυνση της εμπέδωσης των αρχών της αιρετότητας και της ανακλητότητας των αντιπροσώπων, της εναλλαγής τους ώστε να μην δημιουργούνται “αναντικατάστατοι” και “αυθεντίες”, του λαϊκού ελέγχου από τα κάτω, της κατάργησης των όποιων μισθολογικών ή άλλων προνομίων των κρατικών στελεχών.
Δεν διαφαίνεται όμως καμιά τέτοια προσέγγιση. Υπήρξε βέβαια μια σχετική αναβάθμιση του ρόλου της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης, που είχε εξάλλου σημειωθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του 1980. Ωστόσο, η ελευθερία των εργαζομένων να συζητούν, να ασκούν κριτική, να εκλέγουν και να ανακαλούν τους αντιπροσώπους τους, να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων απέχει αισθητά από το ελάχιστο απαιτούμενο για να μιλά κανείς για σοσιαλιστική δημοκρατία.
Πραγματοποιήθηκαν ωστόσο, κάποιες βαθμιαίες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία τα τελευταία χρόνια. Δοκιμάστηκε η αρχή της πολλαπλής υποψηφιότητας στις τοπικές εκλογές. Μέχρι τώρα υπήρχε μόνο μια υποψηφιότητα για κάθε έδρα. Το κυβερνητικό κόμμα έλεγχε τις υποψηφιότητες. Τώρα πλέον μπορούν διάφοροι πολίτες να κατέρχονται ως υποψήφιοι. Ωστόσο, η συνολική αντίληψη προδίδει μάλλον μια διάθεση οικοδόμησης κοινωνικής συναίνεσης σε ένα καθεστώς όπου μια πλουτοκρατική ελίτ ελέγχει το πολιτικό σύστημα15.

Η πρόσληψη ξένου δικαίου

Το νομικό οικοδόμημα που δημιουργήθηκε από τη δεκαετία του 1990 αξιοποίησε πολλά στοιχεία του δυτικού δικαίου. Η διαδικασία αυτή δεν είναι παράδοξη. Είναι σύνηθες το φαινόμενο, κράτη που αντιμετωπίζουν την ανάγκη κοινωνικών ρυθμίσεων να αξιοποιούν αλλοδαπά νομοθετικά πρότυπα16. Η Κίνα εξάλλου το είχε κάνει στο παρελθόν ξανά. Στην αυγή σχεδόν της καπιταλιστικής της ανάπτυξης, το 1929, υιοθέτησε ως βάση του Αστικού της Κώδικα την αντίστοιχη νομοθεσία της Ιαπωνίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Αντίστοιχα, στη σύγχρονη περίοδο αξιοποίησε πολλά στοιχεία του δυτικού δικαίου. Αυτό πήρε τη μορφή ενσωμάτωσης κατευθύνσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου είτε την προσφυγή σε ξένα δίκαια για να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα. Έτσι, ως βάση για τη σύνταξη του νόμου περί ιδιοκτησίας, χρησιμοποιήθηκε ο γερμανικός Αστικός Κώδικας. Για το διοικητικό δίκαιο αξιοποιήθηκε το αμερικανικό πρότυπο17.
Παράλληλα, πολλοί νομικοί εμπειρογνώμονες κλήθηκαν αυτά τα χρόνια στην Κίνα προκειμένου να μεταδώσουν τη γνώση τους. Η συνεργασία αυτή εντάθηκε ενόψει της ένταξης της Κίνας στον ΠΟΕ. Στη συνεργασία ενεπλάκησαν, εκτός του ΠΟΕ, η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ίδρυμα Φορντ, η Γερμανική υπηρεσία για τη συνεργασία και την ανάπτυξη18. Οι επωνυμίες και μόνο των ιδρυμάτων φανερώνουν καθαρά το περιεχόμενο της “τεχνικής βοήθειας”.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχα προγράμματα επιστημονικής συνεργασίας σε νομοτεχνικό επίπεδο λειτούργησαν τη δεκαετία του 1990 για τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης. Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτά ήταν η μεταλαμπάδευση των αρχών της καπιταλιστικής οικονομίας. Δεν επρόκειτο φυσικά, μόνο για τεχνική βοήθεια. Παράλληλα με την επιστημονική συνεργασία οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εξασφάλιζαν κανάλια επιρροής στην οικονομία και στην πολιτική των νέων κρατών. Ο στόχος τους ήταν να κυριαρχήσουν στις κοινωνίες αυτές, να διασφαλίσουν τη μετάβασή τους στον καπιταλισμό αλλά και να τις μετατρέψουν σε οικονομικούς και πολιτικούς τους δορυφόρους. Αυτό συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις, και στη Ρωσία μέχρι την ανάδειξη της ηγεσίας του Πούτιν.
Στην Κίνα βέβαια ο τελευταίος αυτός στόχος δεν μπόρεσε να επιτευχθεί. Η κινεζική ηγεσία καθοδήγησε το άνοιγμα στις καπιταλιστικές σχέσεις διαφυλάσσοντας, προς το παρόν τουλάχιστον, την εθνική κυριαρχία. Γι' αυτό και η πρόσληψη ξένων δικαιικών προτύπων είναι επιλεκτική19. Η κινεζική ηγεσία δεν επέτρεψε την επαναφορά της χώρας σε ημιαποικιακή κατάσταση. Αυτή είναι και μια από τις θεμελιώδεις αιτίες δυσαρέσκειας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της δύσης. Ακόμη και η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στο σημερινό κινεζικό δίκαιο είναι ανεπαρκής20, καθώς το μοντέλο της ανάπτυξης στην Κίνα δίνει ακόμη προτεραιότητα στον κρατικό τομέα και στη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει στην οικονομία με ισχυρούς μοχλούς.

Η ανενέργεια του νόμου

Παρά το γεγονός ότι το δίκαιο έχει αποκτήσει μια πιο σημαντική θέση στη ρύθμιση των κοινωνικο-οικονομικών και άλλων σχέσεων στη σύγχρονη Κίνα, δεν λείπουν τα φαινόμενα συστηματικών παραβιάσεων του νόμου. Η ανενέργεια του νόμου δεν αποτελεί φυσικά κινεζικό χαρακτηριστικό. Συναντιέται σε όλα τα κράτη. Ίσως όμως εδώ η ένταση του φαινομένου είναι ισχυρότερη.
Ένας πρώτος παράγοντας ανενέργειας των νόμων είναι οι συστηματικές παραβιάσεις εκ μέρους της κρατικής εξουσίας. Ιδιαίτερο ρόλο φαίνεται να έχουν σε αυτό οι τοπικές κυβερνήσεις. Αυτές, είτε με την ανοχή της κεντρικής εξουσίας είτε δρώντας αυτοτελώς, προβαίνουν συχνά σε παραβιάσεις της νομοθεσίας.
Σχετικό με την προβληματική στάση των τοπικών κυβερνήσεων είναι το γεγονός ότι η ιεραρχία των νόμων δεν έχει εμπεδωθεί πλήρως στο νομικό σύστημα της Κίνας. Βεβαίως, έχουν πραγματοποιηθεί βήματα στην κατεύθυνση αυτή. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε σε αυτό η νομοθετική παρέμβαση του 200021.
Οι νόμοι που παραβιάζονται μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά σε παραβιάσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα ιδιωτικών επιχειρήσεων, εγχώριων αλλά και αλλοδαπών. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε δύο αιτίες. Άλλοτε γίνεται προκειμένου να δοθεί de facto προτεραιότητα στα κρατικά συμφέροντα, καθώς το κράτος διαδραματίζει -ακόμη τουλάχιστον- κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία. Άλλοτε οφείλεται στην προσπάθεια εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων της κρατικής γραφειοκρατίας, κεντρικής ή τοπικής.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά στην παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων εκ μέρους ιδιωτικών ή και κρατικών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της οικοδομής22. Μεγάλες κρατικές ή ιδιωτικές εταιρείες πραγματοποιούν γιγάντια έργα αναθέτοντας την εκτέλεσή τους σε διάφορους υπεργολάβους. Οι υπεργολαβίες μάλιστα περιλαμβάνουν συνήθως τρία ή τέσσερα επίπεδα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι οι εργάτες εργάζονται χωρίς σύμβαση εργασίας και οι αμοιβές τους καθυστερούν υπέρμετρα ή δεν καταβάλλονται καθόλου. Οι κρατικές υπηρεσίες παρεμβαίνουν, αλλά όχι πάντοτε, για να αποκαταστήσουν τη νομιμότητα και μόνο ύστερα από την πίεση και τη συλλογική διεκδίκηση των εργαζομένων.
Στη δεύτερη αυτή κατηγορία πρέπει να ενταχθούν οι παραβιάσεις των ελευθεριών των πολιτών. Συνήθως αυτές λαμβάνουν τη μορφή της κρατικής αυθαιρεσίας, η οποία οδηγεί στην παραβίαση του ποινικού νόμου και των όποιων εγγυήσεων παρέχει η ποινική δικονομία23.
Ο νομικός πληθωρισμός και η ασάφεια των νόμων αποτελούν συμπληρωματικές πηγές ανενέργειάς τους στην κινεζική πραγματικότητα, όπως εξάλλου και σε άλλες χώρες24. Ο νομικός πληθωρισμός και η ασαφής, γενική διατύπωση των νόμων δεν είναι τεχνικά κυρίως προβλήματα. Είναι φυσικά και τέτοια. Αποτελούν όμως κατά κανόνα πολιτικές επιλογές προκειμένου να διευκολύνουν το κράτος στην άσκηση της εξουσίας χωρίς υπερβολικές, νομικές δεσμεύσεις.

Οι κοινωνικές αντιθέσεις

Τα αποτελέσματα των νομοθετικών επιλογών και του ανοίγματος στην αγορά εδώ και τριάντα χρόνια, από την άποψη του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, είναι θετικά25. Οι ρυθμοί ανάπτυξης κυμάνθηκαν κοντά στο 10%. Βασίστηκαν όμως σε αντίστοιχους ρυθμούς ανάπτυξης της περιόδου από το 1949 και μετά. Ήδη στο πρώτο πεντάχρονο 1952-1957 η ετήσια αύξηση ΑΕΠ ήταν της τάξης του 9%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν 18% ετησίως26. Αντίστοιχοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σημειώθηκαν και την περίοδο μετά το 1978 με τη διόρθωση των ακροτήτων της πολιτιστικής επανάστασης27.
Σήμερα όμως, λόγω του ανοίγματος στην οικονομία της αγοράς, η Κίνα είναι πλέον ευάλωτη στις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς, άρα και στην καπιταλιστική οικονομική κρίση. Στις μέρες μας μόνο το 1/3 της βιομηχανικής παραγωγής παράγεται από τον κρατικό τομέα, αν και βέβαια το κράτος διατηρεί ρητά, συνειδητά, τον έλεγχο στρατηγικών τομέων της οικονομίας (τράπεζες, ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές, ασφάλειες κλπ) και ειδικά της βιομηχανίας28.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι σύνθετες. Από τη μια έχουμε την εμφάνιση αστικής τάξης ήδη από τις αρχές μέσα δεκαετίας 1990, προερχόμενη κυρίως από τα στελέχη των πρώην κρατικών επιχειρήσεων, και το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον των στελεχών του ΚΚ Κίνας. Παράλληλα, ανθεί το φαινόμενο του παράνομου πλουτισμού των κρατικών στελεχών29. Αυτό λαμβάνει δύο βασικές μορφές: παράνομη αξιοποίηση για προσωπικό πλουτισμό των κρατικών μέσων και παράνομη ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων.
Από την άλλη, παρατηρείται αύξηση των ανισοτήτων, κοινωνικών και γεωγραφικών, παρά την κάποια σχετική μείωση της φτώχειας. Ήδη το 2001 το 20% των πλουσιότερων Κινέζων διέθετε το 50% του εθνικού πλούτου ενώ το φτωχότερο 20% διέθετε μόλις το 4,7%30. Ο δείκτης Gini ήταν 0,479 το 2003 και 0,474 το 201231. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης υπενθυμίζεται ότι στην ΕΣΣΔ το 1991 ήταν 0,26 ενώ στην Κούβα είναι 0,2432.
Εμφανής είναι η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Στη δεκαετία του 1980 το σύνολο των εργαζομένων στον κρατικό τομέα απολάμβανε στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές, σταθερότητα μισθού και θέσης εργασίας. Σήμερα, αυξάνονται οι εργαζόμενοι με άτυπες, απροσδιόριστες εργασιακές σχέσεις. Αποτελούσαν ήδη το 12,2% του συνόλου των εργαζομένων το 200833. Σύμφωνα με έκθεση της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης το 2004, το 67% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δεν ανήκε σε συνδικαλιστική οργάνωση. Όπως προαναφέρθηκε, ανθούν τα φαινόμενα καταπάτησης εργατικής νομοθεσίας ειδικά με την ανοχή των τοπικών κρατικών αρχών34.
Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σχετική μείωση της φτώχειας αποτελεί καρπό των βαθιών κοινωνικών αλλαγών που επέφερε η επανάσταση και όχι των ιδιωτικοποιήσεων όπως λανθασμένα υποστηρίζεται. Ταυτόχρονα, η σύγχρονη ηγεσία της Κίνας φροντίζει να ασκεί αναδιανεμητικές πολιτικές μέσω του κράτους προκειμένου να διατηρήσει την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα και να αποφύγει τις εκρήξεις35.
Επομένως, οι συγκεκριμένες δικαιικές παρεμβάσεις από τις αρχές της δεκαετίας και εντεύθεν οδήγησαν στην ελεγχόμενη επανεμφάνιση της αστικής τάξης και της ταξικής πόλωσης στη χώρα. Καθώς η ταξική πάλη εντείνεται, η εργατική τάξη της Κίνας αναζητά νέους δρόμους για ένα καλύτερο μέλλον συσσωρεύοντας εμπειρία και γνώση.
1Βλ. Σ. Σακελλαρόπουλος, Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 2004, σελ. 249 επ.
2Βλ. Qi Xuefeng, “L' évolution et le nouvel essor de la législation chinoise après l' époque de Mao: ses orientations”, Les Cahiers de droit, vol. 35, no 4, 1994, σελ. 953.
3Για για παράδειγμα μια εφαρμογή της τακτικής αυτής στη διεθνή πολιτική βλ. Ομάδα διαχείρισης συγκρούσεων Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Συγκριτικές ειρηνευτικές διαδικασίες, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2001.
4Βλ. M.-C. Bergère, Capitalismes et capitalistes en Chine, Paris, Perrin, 2007, σελ. 234-235.
5Βλ. B. Naughton, “L'impact des événements de Tiananmen sur la transition économique chinoise”, Perspectives Chinoises, 2/2009, σελ. 80.
6 Βλ. Qi Xuefeng, “L' évolution et le nouvel essor de la législation chinoise après l' époque de Mao: ses orientations”, Les Cahiers de droit, vol. 35, no 4, 1994, σελ. 954.
7 Βλ. Chen Jianfu – Choukroune L., “L’ application du droit en Chine: une bataille politico-légale”, Perspectives Chinoises, Juillet-Aout 2002, σελ. 30.
8 Βλ. St. Balme, La tentation de la Chine, Paris, ed. Le Cavalier Bleu, 2013, σελ. 172.
9 Βλ. Chen Jianfu, “La révision de la Constitution en République populaire de Chine”, Perspectives Chinoises, Mai-Juin 1999, σελ. 66 επ.
10 Βλ. Chen Jianfu, “La dérnière révision de la Constitution chinoise”, Perspectives Chinoises, Mars-Avril 2004, σελ. 2 επ.
11Βλ. L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 45.
12Βλ. γενικά για το ρόλο του δικαίου στην προεπαναστατική Κίνα Li Xiaoping, «La civilisation chinoise et son droit”, Revue internationale de droit comparé, vol. 51, no 3, Juillet-Septembre 1999, σελ. 505 επ.
13 Βλ. St. Balme, La tentation de la Chine, Paris, ed. Le Cavalier Bleu, 2013, σελ. 141.
14Βλ. για παράδειγμα Ch. Brahma, “Το κινέζικο μοντέλο: ο “κόκκινος” καπιταλισμός δεν φέρνει δημοκρατία”, Το Βήμα, http://www.tovima.gr/world/article/?aid=783650.
15Βλ. J.P. Cabestan, “La Chine évoluerait-elle vers un autoritarisme éclairé mais ploutocratique?”, Perspectives Chinoises, Juillet-Aout 2004, σελ. 2-10.
16Βλ. Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2014, σελ. 153 επ.
17Βλ. L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 46 και St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 131.
18Βλ. St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 126, 135.
19Βλ. St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 132.
20Βλ. L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 46.
21Βλ. J.P. Cabestan, “La Chine évoluerait-elle vers un autoritarisme éclairé mais ploutocratique?”, Perspectives Chinoises, Juillet-Aout 2004, σελ. 5 και L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 43.
22 Βλ. Pun Ngai et Xu Yi, “Action en justice ou résistance de classe?”, Perspectives Chinoises, 2/2011, σελ. 9 επ.
23 Βλ. Chen Jianfu – Choukroune L., “L’ application du droit en Chine: une bataille politico-légale”, Perspectives Chinoises, Juillet-Aout 2002, σελ. 32.
24Βλ. St. Lubman – L. Choukroune, “L' incomplète réforme par le droit”, Esprit, Fevrier 2004, σελ. 128 και L. Choukroune et A. Garapon, “Les normes de l'harmonie chinoise”, Perspectives Chinoises, 3/2007, σελ. 43
25 Βλ. M. Cartier, “Trente ans de réformes économiques chinoises et les transformations de la main-d'oeuvre”, Perspectives Chinoises, 2/2011, σελ. 29-36.
26Βλ. M.-C. Bergère, La République populaire de Chine de 1949 a nos jours, Paris, Armand Colin, 1987, σελ. 51 επ.
27Βλ. St. Bessière, Η Κίνα στην αυγή του 21ου αιώνα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 2007, σελ. 17.
28Βλ. Au Loong Yu, La Chine, un capitalisme bureaucratique, Paris, éd. Syllepse, 2013, σελ. 32-33, 35.
29Βλ. J.P. Cabestan, Le système politique chinois, Paris, Sciences Po/Les presses, 2014, σελ. 453 επ.
30Βλ. L. Benson, La Chine depuis 1949, Bruxelles, éd. De l’ Université de Bruxelles, 2012, σελ. 171.
31Βλ. J.P. Cabestan, Le système politique chinois, Paris, Sciences Po/Les presses, 2014, σελ. 17.
32Βλ. I.F. Leon Zhukovskii, “La URSS y el sistema-mundo. Influencia del capitalismo global sobre la formacion social sovietica”, Temas, n. 81-82, 2015, 153.
33 Βλ. M. Cartier, “Trente ans de réformes économiques chinoises et les transformations de la main-d'oeuvre”, Perspectives Chinoises, 2/2011, σελ. 29 επ.
34Βλ. M.-C. Bergère, Capitalismes et capitalistes en Chine, Paris, Perrin, 2007, σελ. 278 επ., 281.

35 Βλ. M. Gaulard, Karl Marx a Pékin (les racines de la crise en Chine capitaliste), Paris, Demopolis, 2014, σελ. 54.

ΒΙΒΛΙΑ

ΒΙΝΤΕΟ

ENGLISH EDITION